- τριηραρχικός
- τριηρ-αρχικός, ή, όν, den τριηράρχης od. die τριηραρχία betreffend, dazu gehörig, geschickt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριηραρχικός — ή, όν, Α [τριηραρχία] αυτός που αναφέρεται στην τριηραρχία … Dictionary of Greek
τριηραρχικά — τριηραρχικός concerning the neut nom/voc/acc pl τριηραρχικά̱ , τριηραρχικός concerning the fem nom/voc/acc dual τριηραρχικά̱ , τριηραρχικός concerning the fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικόν — τριηραρχικός concerning the masc acc sg τριηραρχικός concerning the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικοῖς — τριηραρχικός concerning the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικοί — τριηραρχικός concerning the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικοῦ — τριηραρχικός concerning the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχικάς — τριηραρχικά̱ς , τριηραρχικός concerning the fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)